διαπύρους

διαπύρους
διάπυρος
red-hot: masc /fem acc pl
διαπυρόω
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic )
διαπυρος
red-hot: masc /fem acc pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαπύρους — διάπυρος red hot masc/fem acc pl διαπυρόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) διαπυρος red hot masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρία — και ιων. τ. πυρίη, ἡ, Α 1. ατμόλουτρο το οποίο παρασκεύαζαν ρίχνοντας σπέρματα καννάβεως ή και άλλες ευώδεις ουσίες πάνω σε διάπυρους λίθους («χρωμένους δὶς καὶ πυρίαις ἐκ λίθων διαπύρων», Στράβ.) 2. κάθε είδος εξωτερικής εφαρμογής τής θερμότητας …   Dictionary of Greek

  • υδραέριο — το, Ν χημ. αέριο μίγμα μονοξειδίου τού άνθρακα και υδρογόνου, που λαμβάνεται κατά τη διάσπαση τών υδρατμών με διέλευση τους πάνω από διάπυρους άνθρακες και χρησιμοποιείται ως καύσιμο, ως πρώτη ύλη για την συνθετική παρασκευή μεθυλικής αλκοόλης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”